- ρεμιζάρω
- Ν1. αναπαύομαι, αράζω2. παρκάρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. remiser «τοποθετώ άμαξα στο αμαξοστάσιο» (βλ. και λ. ρεμίζα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεμιζάρισμα — το, Ν η στάθμευση οχήματος σε κατάλληλο χώρο, κν. παρκάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεμιζάρω + κατάλ. ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek